κορίανδρο

κορίανδρο
το (ΑM κορίανδρον)
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε ελαιώδες υγρό που εξάγεται από τους καρπούς τού κοριάνδρου χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία και τη φαρμακευτική, κν. κόλιαντρο
2. ονομασία τού σπέρματος ή τού καρπού τού φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννο, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το ανήρ, ανδρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορίανδρο ή κόλιαντρος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. το εδώδιμον (Coriandrum sativum). Έχει ύψος 30 60 εκ., είναι λείο και κάθετα γραμμωτό. Τα φύλλα του είναι πτεροσχιδή και όταν τρίβονται αναδίδουν… …   Dictionary of Greek

  • κορίζιον — κορίζιον, τὸ (Μ) το φυτό κορίανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κορίδιον με σημ. «κορίανδρο» ή ίσως και εσφ. γρφ. τού ίδιου] …   Dictionary of Greek

  • κοριοειδής — (I) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κόρη οφθαλμού, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, μαύρος και στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κόριος (< κόρη «η οπή τού οφθαλμού») + ειδής (< εἶδος)]. (II) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει… …   Dictionary of Greek

  • κορίαννο — το (Α κορίαννον και κορίαμβλον) το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῡσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.) αρχ. δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη τού χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • κορίδιον — κορίδιον, τὸ (Α) 1. κοριτσάκι 2. πιθ. το φυτό κορίανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. ίδ ιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κόριον — (I) κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α) μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ιον]. (II) κόριον και κόρι, τὸ (Α) 1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • πολέντα — η, Ν 1. (στους Ρωμαίους) είδος χυλώδους ζωμού που παρασκευαζόταν από αλεύρι, κριθάρι, κόκκους λιναριού και κορίανδρο 2. χυλός από αλεύρι αραβοσίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. polenta < pollen, inis «γύρη, σκόνη»] …   Dictionary of Greek

  • σκιαδοφόρα — (umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • τήλι — το, Ν βοτ. είδος τού φυτού κορίανδρο ή κόλιαντρο, αλλ. μοσχοσίταρο ή μοσχοσίτι, με αρωματικούς σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τής λ. τῆλις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”